ανεύρυνση

ανεύρυνση
η (Α ἀνεύρυνσις)
διεύρυνση, διαστολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανευρύνω — ἀνευρύνω (Α) διαστέλλω, πλαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) + ευρύνω. ΠΑΡ. ανεύρυνση ( ις), ανεύρυσμα, ανευρυσμός] …   Dictionary of Greek

  • αιματόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για την καταμέτρηση των ερυθρών και λευκών αιμοσφαιρίων. Αποτελείται από μια πλάκα που παρουσιάζει στη μέση της μικρό κοίλωμα, τον λεγόμενο καταμετρητικό θάλαμο, πάνω στον οποίο είναι χαραγμένο ένα τετραγωνικό χιλιοστό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”